μάτισμα

μάτισμα
το [ματίζω]
το να μακραίνει κανείς ένα αντικείμενο, σχοινί ή ξύλο, με προσθήκη άλλου κομματιού από το ίδιο υλικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάτισμα — το προσθήκη σε σκοινί, ύφασμα ή ξύλο κτλ. συμπληρωματικού κομματιού: Για το μάτισμα των πανιών δουλεύαμε όλη μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένθεμα — το (AM ἔνθεμα) [εντίθημι] 1. το αποτέλεσμα τού ενθέτω 2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι νεοελλ. κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή τό επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη αρχ. 1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα 2. στολίδι, κόσμημα… …   Dictionary of Greek

  • αβγατίδι — το [αβγατίζω] πρόσθετο κομμάτι υφάσματος με το οποίο συμπληρώνεται ή μεγαλώνει το ένδυμα, αλλιώς μάτισμα, τσόντα …   Dictionary of Greek

  • αβδέλλωμα — το [αβδελλώνω] το μάτισμα, η συνένωση, η συναρμογή δύο κομματιών ξύλου ή μετάλλου με αβδέλλι …   Dictionary of Greek

  • κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • ματισιά — η το μάτισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ματίζω + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • παρέκταμα — το, ΝΑ [παρεκτείνω] 1. το αποτέλεσμα τού παρεκτείνω, η επέκταση, προέκταση, προσθήκη, επιμήκυνση, το μάτισμα, το τσοντάρισμα 2. κάθε τμήμα που προστίθεται σ ένα σύνολο ως συμπλήρωμα με σκοπό την επέκτασή του, η τσόντα 3. απόκομμα, απόσπασμα,… …   Dictionary of Greek

  • προέκταμα — το, Ν τεχνολ. το προστιθέμενο μέρος, η προέκταση, το μάτισμα, η τσόντα …   Dictionary of Greek

  • σύναμμα — το, ΝΜΑ [συνάπτω] σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῑν», Αριστοτ.) νεοελλ. ναυτ. 1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους 2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”